μανιφατούρα

μανιφατούρα
η
κάθε είδος χειροτεχνικών ή βιομηχανικών προϊόντων, ιδίως υφασμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. manifattura].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μανιφατούρα — η (λ. ιταλ.), προϊόν χειροτεχνίας: Είδη μανιφατούρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”